γαβάθα

γαβάθα
και γκαβάτα, καβάτα, καβάθα, γαβάτα, η (Μ γαβάθα)
ξύλινο ή πήλινο πιάτο, λεκάνη ή κούπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γαβάθα < μσν. γαβάθα < λατ. gabatha «γαβάθα, τσανάκα». Και το λατ. gabatha και το αρχ. γαβαθόν είναι δάνεια ανατολικής προελεύσεως (πρβλ. σημιτ. *ķabbat. Από τη Λατινική εισήχθη η λ. στις γερμανικές γλώσσες και διατηρήθηκε στις ρωμανικές (πρβλ. καλαβρ. gάvata, γαλλ. jatte «τσανάκα, γαβάθα», αρχ. άνω γερμ. gebita, gebiza «σερβίτσιο»). Τέλος για την τροπή του γκ- σε γ- και του -μπ- σε -β- πρβλ. γαζέλα αντί γκαζέλα, βόμβα αντί μπόμπα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γαβάθα — η βαθύ πήλινο ή ξύλινο πιάτο, τσανάκα: Έφαγε μια γαβάθα φακές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαβαθάς — και καβαθάς, ο [γαβάθα] 1. αυτός που κατασκευάζει ή πουλάει γαβάθες 2. αυτός που πίνει το κρασί με τη γαβάθα, ο μέθυσος …   Dictionary of Greek

  • καβαθα — καβαθα, ἡ, αμφίβ. τονισμού, και ουδ. πληθ. καβάθα, τὰ (Α) (αμφβλ. τονισμού) πήλινο πιάτο, γαβάθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού γαβαθόν. Για ετυμολ. βλ. λ. γαβάθα] …   Dictionary of Greek

  • Odysséas Elýtis — Odysséas Elytis Οδυσσέας Ελύτης Nom de naissance Odysséas Alepoudhéllis Activités Poète Naissance 2 n …   Wikipédia en Français

  • γάβανο — το και γαβάνα, η και γαβάνι, το (Μ γάβενον, το) 1. πιάτο 2. πήλινο ποτήρι 3. ξύλινο στρογγυλό δοχείο με σκέπασμα για τη μεταφορά φαγητού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. του γάβαθον. Η μετακίνηση του τόνου στο θηλ. γαβάνα αναλογικά προς το συνώνυμο γαβάθα] …   Dictionary of Greek

  • γαβαθίζω — πίνω κρασί με τη γαβάθα, μεθοκοπώ …   Dictionary of Greek

  • γαβαθωτός — ή, ό κοίλος σαν γαβάθα, βαθουλός …   Dictionary of Greek

  • γαβαθόν — γαβαθόν, το (Μ) βαθύ πιάτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γαβάθα] …   Dictionary of Greek

  • γαβαθώνω — κάνω κάτι κοίλο σαν γαβάθα, βαθουλώνω …   Dictionary of Greek

  • ζάβατος — ζάβατος, ον (Α) 1. (αιολ. τ.), βλ. διαβατός 2. (κατά τον Ησύχ.) «πίναξ ἰχθυηρός», γαβάθα για ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα «διά» + βατός (< βαίνω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”