γαβάθα — η βαθύ πήλινο ή ξύλινο πιάτο, τσανάκα: Έφαγε μια γαβάθα φακές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαβαθάς — και καβαθάς, ο [γαβάθα] 1. αυτός που κατασκευάζει ή πουλάει γαβάθες 2. αυτός που πίνει το κρασί με τη γαβάθα, ο μέθυσος … Dictionary of Greek
καβαθα — καβαθα, ἡ, αμφίβ. τονισμού, και ουδ. πληθ. καβάθα, τὰ (Α) (αμφβλ. τονισμού) πήλινο πιάτο, γαβάθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού γαβαθόν. Για ετυμολ. βλ. λ. γαβάθα] … Dictionary of Greek
Odysséas Elýtis — Odysséas Elytis Οδυσσέας Ελύτης Nom de naissance Odysséas Alepoudhéllis Activités Poète Naissance 2 n … Wikipédia en Français
γάβανο — το και γαβάνα, η και γαβάνι, το (Μ γάβενον, το) 1. πιάτο 2. πήλινο ποτήρι 3. ξύλινο στρογγυλό δοχείο με σκέπασμα για τη μεταφορά φαγητού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. του γάβαθον. Η μετακίνηση του τόνου στο θηλ. γαβάνα αναλογικά προς το συνώνυμο γαβάθα] … Dictionary of Greek
γαβαθίζω — πίνω κρασί με τη γαβάθα, μεθοκοπώ … Dictionary of Greek
γαβαθωτός — ή, ό κοίλος σαν γαβάθα, βαθουλός … Dictionary of Greek
γαβαθόν — γαβαθόν, το (Μ) βαθύ πιάτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γαβάθα] … Dictionary of Greek
γαβαθώνω — κάνω κάτι κοίλο σαν γαβάθα, βαθουλώνω … Dictionary of Greek
ζάβατος — ζάβατος, ον (Α) 1. (αιολ. τ.), βλ. διαβατός 2. (κατά τον Ησύχ.) «πίναξ ἰχθυηρός», γαβάθα για ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα «διά» + βατός (< βαίνω)] … Dictionary of Greek